στροβιλέα

στροβιλέα
ἡ, Α
το φυτό πίτυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στροβιλέα — στροβιλέᾱ , στροβιλέα fir tree fem nom/voc/acc dual στροβιλέᾱ , στροβιλέα fir tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλέᾳ — στροβιλέᾱͅ , στροβιλέα fir tree fem dat sg (attic doric aeolic) στροβιλέαι , στροβιλέω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροβιλεϊνόν — ΜΑ πευκώνας ή καθετί που είναι κατασκευασμένο από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλέα «πίτυς» + κατάλ. ινόν, ουδ. της κατάλ. ινός] …   Dictionary of Greek

  • στροβιλιά — και στροφιλιά, η, Ν η κουκουναριά, το πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλέα με συνίζηση (πρβλ. μηλιά: μηλέα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”